Συγγραφέας:
Παπαδόπουλος Χαράλαμπος
ρήξη φύλλο 68
Η πανθομολογούμενη κρίση του πολιτικού μας συστήματος ανακινεί συνεχώς το όραμα για τη συγκρότηση ενός νέου πολιτικού συστήματος άμεσης δημοκρατίας.
Η συγκρότηση μιας εφικτής εναλλακτικής πρότασης έχει, κατά την άποψή μας, τις εξής απαράγραπτες προϋποθέσεις: 1. Τη διατήρηση του αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος, αλλά με εκδημοκρατισμό του τρόπου ανάδειξης και εκλογής των αντιπροσώπων. 2. Τη θεσμοθέτηση των κοινοτήτων ως κυττάρου και βάσης του πολιτεύματος. Μέσω των κοινοτήτων θα πρέπει ο λαός να συνδέεται με την πολιτική εξουσία και όχι μέσω των κομμάτων, όπως συμβαίνει σήμερα. Ωστόσο, δεν πρέπει να αποδυναμωθεί ούτε στο ελάχιστο η ισχύς της κεντρικής εξουσίας, που αποτελεί προϋπόθεση για την εθνική ακεραιότητα και ανεξαρτησία.
Στη συνέχεια σκιαγραφείται ένα πολιτικό σύστημα, σαφώς δημοκρατικότερο του παρόντος, το οποίο εκτιμούμε ότι καλύπτει τις παραπάνω προϋποθέσεις:
Κατά το σύστημα αυτό, οι Έλληνες πολίτες διαχωρίζονται σε κοινότητες ανάλογα με τον τόπο κατοικίας τους. Κάθε κοινότητα περιλαμβάνει μια αστική γειτονιά ή ένα μικρό χωριό. Βασικό όργανο των κοινοτήτων είναι η λαϊκή συνέλευση, στην οποία μπορούν να συμμετέχουν και να ψηφίζουν οι πολίτες της κοινότητας.
Η εκλογή των αιρετών αντιπροσώπων, σε όλα τα επίπεδα, γίνεται με μια γενική εκλογική διαδικασία, αποτελούμενη από τέσσερις φάσεις:
Στην Α΄ φάση, οι λαϊκές συνελεύσεις των κοινοτήτων εκλέγουν από έναν υποψήφιο αντιπρόσωπο η καθεμιά. Στη Β΄ φάση, οι υποψήφιοι αντιπρόσωποι των κοινοτήτων χωρίζονται σε ομάδες, με βάση το επάγγελμα και το εισόδημά τους. Εντός της κάθε ομάδας, οι υποψήφιοι αντιπρόσωποι γνωστοποιούν ο ένας στον άλλον γραπτώς τις αναλυτικές πολιτικές τους θέσεις και πραγματοποιείται ψηφοφορία, στην οποία κάθε υποψήφιος αντιπρόσωπος βαθμολογεί τους υπολοίπους. Ο υποψήφιος αντιπρόσωπος, που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία, εκλέγεται βουλευτής ή νομάρχης, οι επόμενοι σε ψήφους εκλέγονται δήμαρχοι και, οι επόμενοι, νομαρχιακοί ή δημοτικοί σύμβουλοι. Στη Γ΄ φάση, οι βουλευτές χωρίζονται σε επτά ομάδες. Εντός κάθε ομάδας πραγματοποιείται και πάλι ψηφοφορία, με τον ίδιο τρόπο που ακολουθήθηκε στη Β΄ φάση. Ο βουλευτής που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία εκλέγεται υποψήφιος πρωθυπουργός. Στη Δ΄ φάση, με καθολική ψηφοφορία του ελληνικού λαού (σε έναν ή δύο γύρους), εκλέγεται στη θέση του πρωθυπουργού ένας από τους επτά υποψηφίους, που αναδείχθηκαν στην προηγούμενη φάση.
Με τον τρόπο αυτό, η ανάδειξη των αιρετών αντιπροσώπων γίνεται απευθείας από τον λαό και όχι μέσω των κομμάτων. Επίσης, ο πρωθυπουργός παύει να έχει τη δυνατότητα ελέγχου της βουλής μέσω της κομματικής πειθαρχίας και εξασφαλίζεται πραγματική διάκριση της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία.
Ωστόσο, σε αντιστάθμισμα, η εξουσία της βουλής να ελέγχει την παραμονή της κυβέρνησης στην εξουσία, μέσω της εμπιστοσύνης ή της δυσπιστίας της, αφαιρείται από τη βουλή και δίνεται στις κοινότητες. Συγκεκριμένα, οι λαϊκές συνελεύσεις των κοινοτήτων υποχρεώνονται, ανά εξάμηνο, να θέτουν προς ψήφιση πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας προς την κυβέρνηση και τη βουλή. Αν σε κάποια χρονική στιγμή η απόλυτη πλειοψηφία των κοινοτήτων έχει δηλώσει δυσπιστία, προκηρύσσεται αυτόματα δημοψήφισμα για την παραμονή της κυβέρνησης και της βουλής στην εξουσία. Έτσι, ο λαός αποκτά τη δυνατότητα να ελέγχει συνεχώς την κυβέρνηση και όχι μόνο κάθε τέσσερα χρόνια.
Οι κοινότητες παρεμβαίνουν, επίσης, στο έργο των αιρετών αντιπροσώπων, με προτάσεις συμβουλευτικού χαρακτήρα. Αυτό γίνεται ως εξής: Σε κάθε λαϊκή συνέλευση, ένας αριθμός απλών μελών της κοινότητας αναλαμβάνουν να εισηγηθούν προτάσεις, οι οποίες τίθενται σε ψηφοφορία, καθίστανται επίσημα ψηφίσματα, δημοσιεύονται και δύνανται να τεθούν σε ψηφοφορία και από άλλες κοινότητες. Τα δημοφιλέστερα ψηφίσματα καθίστανται επίσημες προτάσεις του λαού, οι οποίες τίθενται υπόψιν της κυβέρνησης και της βουλής. Η κυβέρνηση και η βουλή μπορούν να απορρίψουν τις προτάσεις αυτές, αλλά παρέχοντας στις κοινότητες επίσημη αιτιολόγηση της άποψής τους. Έτσι, εξασφαλίζεται συνεχής και επίσημος διάλογος μεταξύ λαού και πολιτικής εξουσίας, για όλα ανεξαιρέτως τα θέματα. Ο ρόλος του συμβούλου των κυβερνήσεων αφαιρείται από τους ξένους συμβούλους και τις ΜΚΟ και δίνεται στον λαό. Θα μπορούσε, επίσης, να προβλεφθεί η δυνατότητα των κοινοτήτων να προκαλούν με ψηφίσματά τους τη διενέργεια δημοψηφισμάτων για την ακύρωση νομοσχεδίων, ή πολιτικών ενεργειών της κυβέρνησης μεγάλης εθνικής σημασίας.
Τα προαναφερθέντα δεν πρέπει να εννοηθούν ως στοιχεία ενός μελλοντικού και ουτοπικού «νέου μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης», αλλά ως άμεσες προτάσεις μεταρρύθμισης του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, για την εφαρμογή των οποίων δεν απαιτείται παρά μόνον η πολιτική βούληση.
Ένα νέο πολιτικό υποκείμενο, που τα επόμενα χρόνια θα αναδειχθεί μέσα από τον δημοκρατικό πατριωτικό χώρο, δεν θα πρέπει να επιδιώξει να γίνει απλώς ένα καλό κόμμα, μεταξύ των άλλων κακών, αλλά θα πρέπει να προτείνει τον εκδημοκρατισμό του κομματοκρατικού μας συστήματος. Στην παρούσα μας κατάσταση δεν αρκούν οι ασπιρίνες. Χρειαζόμαστε εφικτά οράματα, που θα ενώσουν και θα εμπνεύσουν τον ελληνικό λαό και που θα γίνουν πρότυπα απελευθέρωσης για όλους τους λαούς του κόσμου.
Παπαδόπουλος Χαράλαμπος
ρήξη φύλλο 68
Η πανθομολογούμενη κρίση του πολιτικού μας συστήματος ανακινεί συνεχώς το όραμα για τη συγκρότηση ενός νέου πολιτικού συστήματος άμεσης δημοκρατίας.
Η συγκρότηση μιας εφικτής εναλλακτικής πρότασης έχει, κατά την άποψή μας, τις εξής απαράγραπτες προϋποθέσεις: 1. Τη διατήρηση του αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος, αλλά με εκδημοκρατισμό του τρόπου ανάδειξης και εκλογής των αντιπροσώπων. 2. Τη θεσμοθέτηση των κοινοτήτων ως κυττάρου και βάσης του πολιτεύματος. Μέσω των κοινοτήτων θα πρέπει ο λαός να συνδέεται με την πολιτική εξουσία και όχι μέσω των κομμάτων, όπως συμβαίνει σήμερα. Ωστόσο, δεν πρέπει να αποδυναμωθεί ούτε στο ελάχιστο η ισχύς της κεντρικής εξουσίας, που αποτελεί προϋπόθεση για την εθνική ακεραιότητα και ανεξαρτησία.
Στη συνέχεια σκιαγραφείται ένα πολιτικό σύστημα, σαφώς δημοκρατικότερο του παρόντος, το οποίο εκτιμούμε ότι καλύπτει τις παραπάνω προϋποθέσεις:
Κατά το σύστημα αυτό, οι Έλληνες πολίτες διαχωρίζονται σε κοινότητες ανάλογα με τον τόπο κατοικίας τους. Κάθε κοινότητα περιλαμβάνει μια αστική γειτονιά ή ένα μικρό χωριό. Βασικό όργανο των κοινοτήτων είναι η λαϊκή συνέλευση, στην οποία μπορούν να συμμετέχουν και να ψηφίζουν οι πολίτες της κοινότητας.
Η εκλογή των αιρετών αντιπροσώπων, σε όλα τα επίπεδα, γίνεται με μια γενική εκλογική διαδικασία, αποτελούμενη από τέσσερις φάσεις:
Στην Α΄ φάση, οι λαϊκές συνελεύσεις των κοινοτήτων εκλέγουν από έναν υποψήφιο αντιπρόσωπο η καθεμιά. Στη Β΄ φάση, οι υποψήφιοι αντιπρόσωποι των κοινοτήτων χωρίζονται σε ομάδες, με βάση το επάγγελμα και το εισόδημά τους. Εντός της κάθε ομάδας, οι υποψήφιοι αντιπρόσωποι γνωστοποιούν ο ένας στον άλλον γραπτώς τις αναλυτικές πολιτικές τους θέσεις και πραγματοποιείται ψηφοφορία, στην οποία κάθε υποψήφιος αντιπρόσωπος βαθμολογεί τους υπολοίπους. Ο υποψήφιος αντιπρόσωπος, που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία, εκλέγεται βουλευτής ή νομάρχης, οι επόμενοι σε ψήφους εκλέγονται δήμαρχοι και, οι επόμενοι, νομαρχιακοί ή δημοτικοί σύμβουλοι. Στη Γ΄ φάση, οι βουλευτές χωρίζονται σε επτά ομάδες. Εντός κάθε ομάδας πραγματοποιείται και πάλι ψηφοφορία, με τον ίδιο τρόπο που ακολουθήθηκε στη Β΄ φάση. Ο βουλευτής που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία εκλέγεται υποψήφιος πρωθυπουργός. Στη Δ΄ φάση, με καθολική ψηφοφορία του ελληνικού λαού (σε έναν ή δύο γύρους), εκλέγεται στη θέση του πρωθυπουργού ένας από τους επτά υποψηφίους, που αναδείχθηκαν στην προηγούμενη φάση.
Με τον τρόπο αυτό, η ανάδειξη των αιρετών αντιπροσώπων γίνεται απευθείας από τον λαό και όχι μέσω των κομμάτων. Επίσης, ο πρωθυπουργός παύει να έχει τη δυνατότητα ελέγχου της βουλής μέσω της κομματικής πειθαρχίας και εξασφαλίζεται πραγματική διάκριση της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία.
Ωστόσο, σε αντιστάθμισμα, η εξουσία της βουλής να ελέγχει την παραμονή της κυβέρνησης στην εξουσία, μέσω της εμπιστοσύνης ή της δυσπιστίας της, αφαιρείται από τη βουλή και δίνεται στις κοινότητες. Συγκεκριμένα, οι λαϊκές συνελεύσεις των κοινοτήτων υποχρεώνονται, ανά εξάμηνο, να θέτουν προς ψήφιση πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας προς την κυβέρνηση και τη βουλή. Αν σε κάποια χρονική στιγμή η απόλυτη πλειοψηφία των κοινοτήτων έχει δηλώσει δυσπιστία, προκηρύσσεται αυτόματα δημοψήφισμα για την παραμονή της κυβέρνησης και της βουλής στην εξουσία. Έτσι, ο λαός αποκτά τη δυνατότητα να ελέγχει συνεχώς την κυβέρνηση και όχι μόνο κάθε τέσσερα χρόνια.
Οι κοινότητες παρεμβαίνουν, επίσης, στο έργο των αιρετών αντιπροσώπων, με προτάσεις συμβουλευτικού χαρακτήρα. Αυτό γίνεται ως εξής: Σε κάθε λαϊκή συνέλευση, ένας αριθμός απλών μελών της κοινότητας αναλαμβάνουν να εισηγηθούν προτάσεις, οι οποίες τίθενται σε ψηφοφορία, καθίστανται επίσημα ψηφίσματα, δημοσιεύονται και δύνανται να τεθούν σε ψηφοφορία και από άλλες κοινότητες. Τα δημοφιλέστερα ψηφίσματα καθίστανται επίσημες προτάσεις του λαού, οι οποίες τίθενται υπόψιν της κυβέρνησης και της βουλής. Η κυβέρνηση και η βουλή μπορούν να απορρίψουν τις προτάσεις αυτές, αλλά παρέχοντας στις κοινότητες επίσημη αιτιολόγηση της άποψής τους. Έτσι, εξασφαλίζεται συνεχής και επίσημος διάλογος μεταξύ λαού και πολιτικής εξουσίας, για όλα ανεξαιρέτως τα θέματα. Ο ρόλος του συμβούλου των κυβερνήσεων αφαιρείται από τους ξένους συμβούλους και τις ΜΚΟ και δίνεται στον λαό. Θα μπορούσε, επίσης, να προβλεφθεί η δυνατότητα των κοινοτήτων να προκαλούν με ψηφίσματά τους τη διενέργεια δημοψηφισμάτων για την ακύρωση νομοσχεδίων, ή πολιτικών ενεργειών της κυβέρνησης μεγάλης εθνικής σημασίας.
Τα προαναφερθέντα δεν πρέπει να εννοηθούν ως στοιχεία ενός μελλοντικού και ουτοπικού «νέου μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης», αλλά ως άμεσες προτάσεις μεταρρύθμισης του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, για την εφαρμογή των οποίων δεν απαιτείται παρά μόνον η πολιτική βούληση.
Ένα νέο πολιτικό υποκείμενο, που τα επόμενα χρόνια θα αναδειχθεί μέσα από τον δημοκρατικό πατριωτικό χώρο, δεν θα πρέπει να επιδιώξει να γίνει απλώς ένα καλό κόμμα, μεταξύ των άλλων κακών, αλλά θα πρέπει να προτείνει τον εκδημοκρατισμό του κομματοκρατικού μας συστήματος. Στην παρούσα μας κατάσταση δεν αρκούν οι ασπιρίνες. Χρειαζόμαστε εφικτά οράματα, που θα ενώσουν και θα εμπνεύσουν τον ελληνικό λαό και που θα γίνουν πρότυπα απελευθέρωσης για όλους τους λαούς του κόσμου.